- ογδοαδικός
- ὀγδοαδικός, -ή, -όν (Α)(πιθ. εσφ. ανάγν.)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αριθμό οκτώ, στην ογδοάδα2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όγδοο ουρανό3. ο σχετικός με την όγδοη μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοάς, -άδος + κατάλ. -ικός (πρβλ. πενταδ-ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.